- ἀγρέται
- ἀγρέτηςgod of the fieldsmasc nom/voc plἀγρέτᾱͅ , ἀγρέτηςgod of the fieldsmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγρεταί — fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγρέται — Ἀγρέτης god of the fields masc nom/voc pl Ἀγρέτᾱͅ , Ἀγρέτης god of the fields masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππαγρέται — ἱππαγρέται, οι (Α) (στη Σπάρτη) τρεις άρχοντες που εξέλεγαν 300 επίλεκτους εφήβους ιππείς για να υπηρετούν ως σωματοφύλακες τού βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἀγρέται (< ἀγρέω)] … Dictionary of Greek